Wednesday, October 27, 2010

Αχιλλέας, 17 χρονών


7:15… το ξυπνητήρι χτυπά… ο Αχιλλέας πρέπει να σηκωθεί για άλλη μια δύσκολη μέρα, για άλλον ένα καθημερινό Γολγοθά….

Είναι 17 χρονών, μαθητής Γ’ Λυκείου, με πολλά όνειρα και μεγάλες προσδοκίες. Το όνομά του είναι Αχιλλέας και το όνειρό του είναι να γίνει βιομοριακός πυρηνικός μαραγκός. «Αυτό είναι το όνειρό μου, η κάψα μου. Αυτό θέλω να κάνω. Αλλά στην Ελλάδα πως; Που; Άσ’ τα να πάνε…»

Το πρόγραμμα βαρύ κι ασήκωτο: 8 με 2 το μεσημέρι σχολείο. Μετά σπίτι για 2 μπουκιές και κατευθείαν φροντιστήριο 7 ώρες. Μετά 8 ώρες στο καπάκι Ιταλικά («μαγκιόρικια γλώσσα, έρωτας, πώς να το κάνουμε…» μας λέει ενώ δείχνει τη φανέλα της Αλμπινολέφε, της αγαπημένης του ομάδας). Έπειτα ξιφασκία και μετά καρφί για ραπέλ. Γυρνάει σπίτι πτώμα. Αν του μείνει λίγη ενέργεια πάει για skate για να ξεχαστεί, να δει κάνα παλιόφιλο, να «μπανίσει» καμιά κοπέλα. Αλλά κι αυτό μόνο αν δεν έχει κάποια εργασία για το σχολείο. Κατά τ’ άλλα ελεύθερος χρόνος 0…

«Θα ‘θελα να ζήσω τα νιάτα μου. Να μη νοιάζομαι για το αύριο. Να ερωτευθώ, να κάνω λάθη, να ταξιδέψω στο Παρίσι… Αλλά πού καιρός γι’ αυτά, τώρα μόνο ιστορία, μαθηματικά, νανορομποτική. Η ζωή μου έχει γίνει μια ατέλειωτη ρουτίνα»

Του αρέσει η ιππασία, τη λατρεύει. Στα 7 του ο θείος του τού αγόρασε ένα μαύρο άλογο, τον «Αιμοβόρο Αράπη». Αλλά πλέον δεν έχει χρόνο να τον καβαλήσει. Τον έχει αφήσει και σαπίζει στο στάβλο και τρώει φύκια όλη μέρα. Έχει βγάλει λέπρα απ’ τη σαπίλα.

Οι γονείς του Αχιλλέα τρέχουν κι αυτοί όλοι μέρα. Ο μπαμπάς του γιατρός, παθιασμένος με τη δουλειά του, φτιάχνει υβρίδια ανθρώπου - σκύλου. Η μητέρα του, γνωστή αρχιτέκτονας, σχεδιάζει τον πύργο του Άιφελ (δεν της είπαν ότι τέλειωσε). Δεν έχουν χρόνο ούτε για τους δυο τους ούτε για το παιδί τους. «Μου λείπουν…» λέει κοιτώντας μακριά…. «Μου λείπουν τα πρωινά που έβλεπα ‘Μπόλεκ και Λόλεκ’ με τον μπαμπά μου, που η μαμά μου μας έφτιαχνε βάφλες με μπούκοβο. Μου λείπουν οι βόλτες που πηγαίναμε για να δούμε τους στεγόσαυρους» Αλλά τους βλέπει μόνο για λίγο πριν πέσει για ύπνο, λένε τα τυπικά, τα λιγοστά «Τι είχες Γιάννη;» «Τι είχα Πέτρο;»

Ο Αχιλλέας έχει όνειρα. Ονειρεύεται ένα σπίτι με δικό του κελάρι, ένα σπίτι στην εξοχή, μακριά απ’ τη ζαλούρα της Αθήνας, ένα μέρος που να έχει το δικό του γήπεδο σκουός, το δικό του ναυπηγείο, το δικό του διυλιστήριο… Θα ‘θελε να κάνει οικογένεια, ίσως με την κοπέλα του την Ευρυδίκη («μεγάλη καψούρα, κάτσε καλά κορίτσι, κορμάρα, αγελαδίσιο βλέμμα, μπλε μαλλιά, εμπριμέ σπάλα»). Αλλά μάλλον θα καταλήξει να γίνει δικηγόρος, στα σίγουρα… «Δεν είναι να κυνηγάς τα όνειρά σου την εποχή αυτή. Μας τα κλέψανε, μας βάλανε στο καλούπι… Νικήσανε ρε φίλε… Μας κάναν όπως θέλαν, μας έχουν στα 4 και μας βαράν σκαμπίλια. Μας έχουν βάλει εκείνη την κόκκινη μπάλα στο στόμα και μας κάνουν τη δουλειά με strap-on. Μας έχουν δέσει και μας μαστιγώνουν. Μας κάνουν να γλείφουμε τα δάχτυλα των ποδιών τους ενώ αυτοί τρίβονται. Μας βάζουν να χορεύουμε γυμνοί ενώ αυτοϊκανοποιούνται.»


Είναι 11 το βράδυ. Θα ‘πρεπε να είναι σπίτι ήδη. «Θα την πέσω κατευθείαν μόλις γυρίσω. Μπορεί να φάω κάνα μαντολάτο. Μετά ακουστικά και Gorgoroth στη διαπασών. Ίσως και λίγο Βιβάλντι»



Ο Αχιλλέας είναι ένας απ’ τους χιλιάδες νέους που φέτος θα δώσουν πανελλήνιες για να περάσουν σε μια σχολή και να χτίσουν το μέλλον τους. Ο δρόμος όμως είναι πολύ δύσκολος για ένα 17 χρονο παιδί…

Μπορεί να τα καταφέρει, μπορεί και όχι…


Στην τελική μπορεί και να τον πατήσει και τρακτέρ και να πεθάνει,

Ε ΚΑΙ ΤΙ ΝΑ ΛΕΕΙ ΔΗΛΑΔΗ;;

Που θέλετε να ξέρουμε εμείς τι θα γίνει;; Μάντες είμαστε;;

Στα @@ μας κιόλας!!


Άι σιχτίρ μεσημεριάτικα!